- ἐφίπταμαι
- ἐφίπταμαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
ἐπιπτάμενον — ἐφίπταμαι pres part mp masc acc sg (ionic) ἐφίπταμαι pres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐφίπταμαι aor part mid masc acc sg ἐφίπταμαι aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπταν — ἐφίπταμαι aor ind act 3rd pl (epic) ἐπέπτᾱν , ἐφίπταμαι aor ind act 3rd pl (doric) ἐφίπταμαι aor ind act 1st sg (epic) ἐπέπτᾱν , ἐφίπταμαι aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπετομένων — ἐφίπταμαι pres part mp fem gen pl ἐφίπταμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπετόμενον — ἐφίπταμαι pres part mp masc acc sg ἐφίπταμαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτάμενος — ἐφίπταμαι pres part mp masc nom sg (ionic) ἐφίπταμαι aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτάντα — ἐφίπταμαι aor part act neut nom/voc/acc pl ἐφίπταμαι aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπτα — ἐφίπταμαι aor ind act 3rd sg (epic) ἐπέπτᾱ , ἐφίπταμαι aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιπταμένων — ἐφίπταμαι pres part mp fem gen pl ἐφίπταμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιπτάμενον — ἐφίπταμαι pres part mp masc acc sg ἐφίπταμαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)